ἀντίμολπον

ἀντίμολπον
ἀντίμολπος
sounding instead of
masc/fem acc sg
ἀντίμολπος
sounding instead of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντίμολπος — ἀντίμολπος, ον (Α) [μολπή] 1. αυτός που ηχεί διαφορετικά 2. φρ. «ἀντίμολπον ἧκεν ὀλολυγῆς κωκυτόν» ξέσπασε σε θρήνο αντί σε χαρούμενο κλάμα «ὕπνου τόδ ἀντίμολπον... ἄκος» τραγούδι που διώχνει τη νύστα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”